- παρόδου
- πάροδοςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Yahweh — For information about Yahweh, see God in Abrahamic religions, which provides useful links. Yahweh is an English transliteration of he. יַהְוֶה a 19th century proposed punctuation of he. יהוה (the Tetragrammaton), which is the distinctive personal … Wikipedia
Tetragrammaton — For other uses, see Tetragrammaton (disambiguation). YHWH redirects here. For discussion of the God of Israel as described in the Hebrew Bible, and the Yahweh of ancient Semitic religion, see Yahweh. The Mesha Stele bears the earliest known… … Wikipedia
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
χρονοαίσθηση — η, Ν (ανθρωποβιολ.) η επίγνωση και η αντίληψη τής παρόδου τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + αίσθηση. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. time perception] … Dictionary of Greek